μονομαχία

μονομαχία
Αγώνας ανάμεσα σε δύο πρόσωπα, σύμφωνα με ορισμένους συμφωνημένους κανόνες, και με ισοδύναμα όπλα, προς επανόρθωση προσβολής ή προς επίλυση διαφοράς. Κατά τον Μεσαίωνα, τη μ. μπορούσε να την επιβάλει ο δικαστής ως μέσο απόδειξης. Απαγορεύτηκε από τον πάπα Ιούλιο B’, το 1508, και από τους ποινικούς νόμους των νεώτερων κρατών. Ο ελληνικός Π.Κ. (άρ. 316-321 και 473) τιμωρεί την πρόκληση σε μ., καθώς και την αποδοχή, με φυλάκιση έως 6 μήνες· βαρύτερα τιμωρείται η μ. «δι’ όπλων» (6 μήνες τουλάχιστον) και ιδιαίτερα αν είχε συμφωνηθεί «μέχρι θανάτου» (1 έτος τουλάχιστο). Αν προκλήθηκε θάνατος, επιβάλλεται, ανάλογα (κατά τα παραπάνω) φυλάκιση τριών χρόνων ή κάθειρξη. Αν παραβιάστηκαν οι όροι της μ. και προκλήθηκε τραύμα ή θάνατος, εφαρμόζονται οι διατάξεις περί σωματικών βλαβών ή ανθρωποκτονίας. Ελαφρότερη είναι η ποινή (μέχρι 1 έτος), όταν οι μονομαχούντες είχαν πάρει προφυλακτικά μέτρα, που αποκλείουν τον κίνδυνο ζωής. Οι μάρτυρες και οι βοηθοί (όσοι δάνεισαν όπλα, χώρο κλπ.) τιμωρούνται ως συνεργοί (εκτός αν παρίστανται ως γιατροί). Σε φυλάκιση έως 6 μήνες τιμωρεί ο Π.Κ. και τα πρόσωπα που διεγείρουν, εκ προθέσεως, άλλους σε μ. Τέλος, προβλέπεται επιβολή ποινής φυλάκισης έως 3 μηνών στον διευθυντή εφημερίδας ή περιοδικού που δημοσιεύει άρθρα σχετικά με μονομαχίες (εκτός αν πρόκειται για απλή αναγγελία θανάτου από μ. ή αναφέρεται σε μονομαχίες που έγιναν άλλοτε). Αρμόδιο δικαστήριο προς εκδίκαση του αδικήματος της ανθρωποκτονίας σε μ. είναι το Εφετείο λόγω της ειδικής μέριμνας για την καταπολέμησή της, μετά από χρόνια συνήθεια και αποδοχή από τη μεριά της πολιτείας και της κοινωνίας.
* * *
(ΑΜ μονομαχία, Α ιων. τ. μουνομαχίη) [μονομάχος]
μάχη μεταξύ δύο αντιπάλων ατόμων ή ομάδων («η μονομαχία τού Έκτορα και τού Αχιλλέα»)
νεοελλ.
1. αναμέτρηση, ανταγωνισμός
2. συναγωνισμός, άμιλλα
3. ένοπλη αναμέτρηση δύο ατόμων παρουσία μαρτύρων, μετά από κοινή συναίνεση για επίλυση διαφοράς τους
αρχ.
1. επίδειξη μονομάχων («ἐπιτελεσθέντων δὲ τῶν ἀγώνων καὶ μονομαχιῶν», Πολύβ.)
2. ο τίτλος τής Γ ραψωδίας τής Ιλιάδας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μονομαχία — μονομαχίᾱ , μονομαχία single combat fem nom/voc/acc dual μονομαχίᾱ , μονομαχία single combat fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονομαχίᾳ — μονομαχίαι , μονομαχία single combat fem nom/voc pl μονομαχίᾱͅ , μονομαχία single combat fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονομαχία — η 1. αναμέτρηση ανάμεσα σε δύο άτομα ή δύο ομάδες: Έγινε μονομαχία ανάμεσα σε δύο πολεμικά αεροπλάνα. 2. ένοπλη σύγκρουση που γινόταν ύστερα από κοινή συμφωνία μπροστά σε μάρτυρες: Οι ευγενείς έλυναν τις διαφορές τους με μονομαχίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μονομάχια — μονομάχιον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονομαχίας — μονομαχίᾱς , μονομαχία single combat fem acc pl μονομαχίᾱς , μονομαχία single combat fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονομαχίαι — μονομαχία single combat fem nom/voc pl μονομαχίᾱͅ , μονομαχία single combat fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονομαχίαν — μονομαχίᾱν , μονομαχία single combat fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονομαχιῶν — μονομαχία single combat fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονομαχίαις — μονομαχία single combat fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μουνομαχίη — μονομαχία single combat fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”